ἀδαήμων

ἀδαήμων
ἀδᾰ-ήμων, ον,
A unknowing, ignorant, c. gen.,

μάχης ἀδαήμονι φωτί Il.5.634

;

κακῶν ἀδαήμονες Od.12.208

;

ἀ. τῶνἱρῶν τῶν ἐν Ἐλευσῖνι Hdt.8.65

, cf. MatroParod.Fr.6, Hierocl.in CA4p.425M.: abs., Ps.-Phoc.86.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδαήμων — ἀδαήμων ( ονος), ον (Α) αυτός που δεν έχει γνώση για κάτι, αδαής, άπειρος, άμαθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δαήμων, «γνώστης», «έμπειρος». ΠΑΡ. αρχ. μσν. ἀδαημοσύνη αρχ. ἀδαημονία] …   Dictionary of Greek

  • ἀδαήμων — unknowing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαήμονα — ἀδαήμων unknowing neut nom/voc/acc pl ἀδαήμων unknowing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαημονέστερος — ἀδαήμων unknowing masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαημόνων — ἀδαήμων unknowing gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαήμονας — ἀδαήμων unknowing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαήμονες — ἀδαήμων unknowing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαήμονι — ἀδαήμων unknowing dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδαήμονος — ἀδαήμων unknowing gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδαής — ές (Α ἀδαής) αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αδέξιος, ανίδεος αρχ. σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς την παλιότερη, ομηρική ήδη, λέξη ἀδαήμων που προέρχεται από την ίδια ρίζα. Ἀδαής < ἀ στερητ. + ἐδάην, απρμφ.… …   Dictionary of Greek

  • αδαημονία — ἀδαημονία, η (Α) [ἀδαήμων] άγνοια, απειρία, αδεξιότητα σχετικά με την εκτέλεση κάποιας πράξης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”